- αποφραξις
- ἀπόφραξιςἀπό-φραξις-εως ἥ преграждение, блокировка
(τῆς παρόδου Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς παρόδου Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποφράξει — ἀπόφραξις blocking up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποφράξεϊ , ἀπόφραξις blocking up fem dat sg (epic) ἀπόφραξις blocking up fem dat sg (attic ionic) ἀποφράγνυμι fence off aor subj act 3rd sg (epic) ἀποφράγνυμι fence off fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράξεις — ἀπόφραξις blocking up fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόφραξις blocking up fem nom/acc pl (attic) ἀποφράγνυμι fence off aor subj act 2nd sg (epic) ἀποφράγνυμι fence off fut ind act 2nd sg ἀποφράσσω block up aor subj act 2nd sg (epic) ἀποφράσσω block … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράξεσιν — ἀπόφραξις blocking up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφραξιν — ἀπόφραξις blocking up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόφραξη — η (Α ἀπόφραξις) 1. η απόκλειση με φραγμό, φράξιμο 2. το ξεβούλλωμα … Dictionary of Greek
ἀποφράξεως — ἀποφράξεω̆ς , ἀπόφραξις blocking up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφράξῃ — ἀποφράξηι , ἀπόφραξις blocking up fem dat sg (epic) ἀποφράγνυμι fence off aor subj mid 2nd sg ἀποφράγνυμι fence off aor subj act 3rd sg ἀποφράγνυμι fence off fut ind mid 2nd sg ἀποφράσσω block up aor subj mid 2nd sg ἀποφράσσω block up aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)